- ανημπόρια
- ανημπόρια, η και ανημποριά, ηέλλειψη σωματικής δύναμης, κακοδιαθεσία: Μια μικρή ανημπόρια τον κράτησε στο σπίτι.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ανημπόρια — κ. ανημποριά, η 1. σωματική αδυναμία, αδιαθεσία, εξάντληση 2. οικονομική δυσχέρεια, φτώχεια … Dictionary of Greek
βλαστήμια — η (AM βλασφημία) ανόσιος και υβριστικός λόγος εναντίον του θεού, αγίων προσώπων ή ιερών συμβόλων νεοελλ. 1. κατάρα 2. βρισιά εναντίον προσώπου αρχ. 1. δυσοίωνος λόγος («παραστὰς τοῑς βωμοῑς βλασφημίαν πᾱσαν βλασφημεῑ») 2. δυσφήμηση, συκοφαντία.… … Dictionary of Greek
αδιαθεσία — η [αδιάθετος] έλλειψη ψυχικής διαθέσεως, μικρή διαταραχή τής υγείας, ανημποριά, ελαφρά ασθένεια … Dictionary of Greek
αμαυρότης — ( ητος), η (Α ἀμαυρότης) [ἀμαυρός] (νεοελλ. ιατρ.) εξασθένηση τής οράσεως, θολούρα τών ματιών μσν. νεοελλ. το να είναι κάτι αμαυρό, σκοτεινό αρχ. αδυναμία, ανημπόρια … Dictionary of Greek
αδιαθεσία — η ελαφριά αρρώστια, ανημποριά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)